"Θα μπλέξουμε!", είπες.
Σε κοίταξα με απορία.
"Και τι πειράζει;", απάντησα.
Μείναμε καρφωμένοι για ώρα.
Ύστερα χαμογελάσαμε,
που αφελώς και οι δύο
μπερδέψαμε τους χρόνους.
Διάφορες σκέψεις, ποιητικές εκφράσεις, σχόλια...
"Θα μπλέξουμε!", είπες.
Σε κοίταξα με απορία.
"Και τι πειράζει;", απάντησα.
Μείναμε καρφωμένοι για ώρα.
Ύστερα χαμογελάσαμε,
που αφελώς και οι δύο
μπερδέψαμε τους χρόνους.
Αφαίρεσα τις λέξεις από το βλέμμα σου
και τις είδα κατατρεγμένες στην παλάμη μου.
Αμέσως ακούμπησες το χέρι σου πάνω τους,
καθώς εκείνες ούρλιαζαν υπόκωφα.
Με κοίταξες.
Έμπηξες τα δάχτυλα σου ανάμεσα από τα δικά μου.
Τα μάτια μας καρφωμένα.
Γελάσαμε.
Δεν άλλαξε τίποτα.
Δύο λέξεις
απαρνηθήκαμε ο ένας από τον άλλον.
Και πόσα δάκρυα κρύψαμε.
Μα πιο άδοξη
ήταν η στιγμή της ολοκλήρωσης.
Τόσο αιώνια
που έμεινε μισή.
Οι νύχτες
Πετσοκόβουν οι ρημάδες.
Το σώμα σου.
Όχι όλες.
Αυτό είναι το χειρότερο.
Γιατί εκεί που κατακτάς τα χέρια,
τα πόδια και το κεφάλι σου,
ορθά και στιβαρά,
όσο παραμονεύεις με αυτοέλεγχο,
εκεί περίπου αφρίζει το σώμα αδειανό.
Καθώς προδόθηκε
από ένα λάθος αγώγιμο.