"Θα μπλέξουμε!", είπες.
Σε κοίταξα με απορία.
"Και τι πειράζει;", απάντησα.
Μείναμε καρφωμένοι για ώρα.
Ύστερα χαμογελάσαμε,
που αφελώς και οι δύο
μπερδέψαμε τους χρόνους.
"Θα μπλέξουμε!", είπες.
Σε κοίταξα με απορία.
"Και τι πειράζει;", απάντησα.
Μείναμε καρφωμένοι για ώρα.
Ύστερα χαμογελάσαμε,
που αφελώς και οι δύο
μπερδέψαμε τους χρόνους.
Αφαίρεσα τις λέξεις από το βλέμμα σου
και τις είδα κατατρεγμένες στην παλάμη μου.
Αμέσως ακούμπησες το χέρι σου πάνω τους,
καθώς εκείνες ούρλιαζαν υπόκωφα.
Με κοίταξες.
Έμπηξες τα δάχτυλα σου ανάμεσα από τα δικά μου.
Τα μάτια μας καρφωμένα.
Γελάσαμε.
Δεν άλλαξε τίποτα.